- απολαυσμα
- ἀπόλαυσμαἀπό-λαυσμα-ατος τό вкушение, наслаждение Plut.
δορκάδων ἀπολαύσματα Aeschin. — чудесное мясо газелей
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δορκάδων ἀπολαύσματα Aeschin. — чудесное мясо газелей
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απόλαυσμα — ἀπόλαυσμα, το (Α) η απόλαυση … Dictionary of Greek
ἀπόλαυσμα — enjoyment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαυσμάτων — ἀπόλαυσμα enjoyment neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαύσμασιν — ἀπόλαυσμα enjoyment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαύσματα — ἀπόλαυσμα enjoyment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαύσματι — ἀπόλαυσμα enjoyment neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαύσματος — ἀπόλαυσμα enjoyment neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)